πενθεριδεύς

πενθεριδεύς
πενθερ-ῐδεύς, έως, ,
A brother-in-law, CIG4079 ([place name] Ancyra), Keil-Premerstein Erster Bericht No.137 ([place name] Daldis), 149 ([place name] Gordos), Zweiter Bericht No.145(ibid.), BCH8.382, 386 ([place name] Lydia) :—later [suff] πενθερ-ίδης, ου, , PLond. 5.1676.8, 37 (vi A. D.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πενθεριδεύς — έως, ὁ, Α ο γιος τού πεθερού, ανδράδελφος ή γυναικάδελφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πενθερός + κατάλ. ιδεύς (πρβλ. αδελφ ιδεύς), κατά τα λυκ ιδεύς, αετ ιδεύς] …   Dictionary of Greek

  • πενθερίδης — ὁ, Α (δ. τ.) πενθεριδεύς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πενθερός κατά τα πατρωνυμικά σε ίδης (πρβλ. Κρον ίδης)] …   Dictionary of Greek

  • πενθεριδούς — oῡ, ὁ, Μ πενθεριδεύς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πενθερός + κατάλ. ιδοῦς (< ιδ εός με συναίρεση δηλωτική απογόνου), πρβλ. θυγατρ ιδούς] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”